Για να κατεβάσετε το βιβλίο "Το δεντρο του Άραϋ" σε pdf και να το διαβάσετε σε κάποιο smart phone ή tablet, πατήστε εδώ .
Αποκλειστικά στα Public! |
Το δεντρο του Άραϋ
Κι ο θάνατος το τέλος δεν είναι!
Κεφάλαιο 2
Ο Σβεν είχε
εγκαταλείψει πολύ πριν γυρίσει ο Φίλιππος το σημείο στο οποίο τον είχε αφήσει.
Παραπατούσε πλέον μέσα στο πλήθος προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχική του ηρεμία,
προσπαθώντας να σπρώξει όποιον συναντούσε εκτός της πορείας του. Είχε ήδη ξεχάσει
μέσα στην ταραχή του, δεν το θυμήθηκε καν στο πρώτο άγγιγμα, πως, για κάποιον
άγνωστο λόγο, δεν μπορούσε να αγγίξει τους υπόλοιπους. Έτσι, παραπατούσε
διασχίζοντάς τους με αδέξιες κινήσεις, κατευθυνόμενος προς τα ‘κει που εκείνος
είχε προτείνει. Άλλωστε, πάντα έκανε αυτό που ήθελε αγνοώντας τους πάντες.
Η απόσταση δεν ήταν
μεγάλη μέχρι το σκοτεινό άνοιγμα όπου όλοι έστριβαν και χάνονταν. Είχε σχεδόν
φτάσει, υπομένοντας πλέον μονάχα ένα απλά ενοχλητικό καψάλισμα στο κεφάλι του.
Το υπόλοιπο σώμα του είχε ηρεμήσει και μπορούσε πλέον να ελέγχει τα πόδια του
στο εκατό τις εκατό.
Με
το που μπήκε στη σχισμή, και πάντα με τον ξερό ποταμό δίπλα του, το έδαφος
άρχιζε να ανηφορίζει και στο βάθος φάνηκε μια κουκίδα φωτός να τρεμοπαίζει
ανάμεσα στο πλήθος που πήγαινε δεξιά αριστερά. Το ότι ανηφορίζει είναι καλό
σημάδι, σκέφτηκε. Και από όσο μπορούσε να δει από αυτήν την απόσταση, δεν
υπήρχε καμία ανεξήγητη πηγή φωτός εκεί πάνω. Καμιά φωτιά δεν το περικύκλωνε ή
έγλυφε τα τοιχώματα του. Όσο πλησίαζε, φαινόταν πως απλά ήταν ένα άνοιγμα προς
το φως της ημέρας. Το μόνο περίεργο είναι πως τρεμοπαίζει... σαν να πετούν
μικροσκοπικά πλασματάκια μπρος του... σαν σμήνος μυγών, σαν σμήνος νεραϊδών... δεν
μπορούσε να ορίσει τι ακριβώς έβλεπε. Ύστερα από λίγο βάδισμα ακόμη, κατάφερε
να διακρίνει τι ήταν αυτό το παιχνίδισμα φωτός. Η πύλη είχε μπροστά της ένα
στρώμα νερού, που κυμάτιζε πολύ αργά, κρύβοντας ό,τι κι αν βρισκόταν από πίσω.
Πολύ συμβολικό αυτό, σκέφτηκε. Από την άλλη πλευρά υπήρχε φωτιά, αλλά εδώ υπάρχει
νερό... Στοιχεία της φύσης άκρως αντίθετα. Σαν τον Διάβολο και τον Θεό...
Μα βέβαια! Αυτό
είναι! Αυτή είναι η πύλη του Παραδείσου! Η άλλη ήταν της Κολάσεως, γι’ αυτό και
με έκαιγε! Φαίνεται πως μόνο όσοι είναι προορισμένοι για την Κόλαση δέχονται τη
φλόγα της. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να τη δεχθούμε... δεν πρέπει να τη
δεχθούμε... Έχουμε επιλεχθεί από τον Παντοδύναμο Θεό... Οι άλλοι τυφλώνονται
από το φως της, νομίζουν πως είναι το φως του Κυρίου και μπαίνουν αμέσως μέσα
του, χωρίς να έχουν ιδέα τι τους περιμένει... Εμείς είμαστε πιο καλυμμένοι... Η
πύλη μας δεν είναι τόσο εμφανής... Κοίτα πόσο όμορφη είναι έτσι που
κυματίζει... πρέπει να είναι πολύ δροσερή...
Δοξασμένο το όνομά
σου Κύριε... Μα βέβαια! Αυτό είναι...
Κανένας δε φαινόταν
να διστάζει να μπει σε τούτη την πύλη. Πρόθυμα περνούσαν όλοι, χωρίς να
φαίνεται να γυρίζει κανείς πίσω. Μόλις έφτασε και ο ίδιος, αντί να μπει,
κοντοστάθηκε μπροστά της αφήνοντας τους υπόλοιπους να περνούν από μέσα του. Δε
φαινόταν κάτι από την άλλη πλευρά. Βυθίζοντας, όμως, την παλάμη του στο
κυματώδες υγρό, ένιωσε... Σχεδόν ένιωσε τον Θεό, που θα τον υποδεχόταν γεμάτος
αγάπη. Η στιγμή που έκανε το πρώτο βήμα ήταν τεράστια. Γεμάτη συγκίνηση για την
αμοιβή που θα δεχόταν ύστερα από τόσα χρόνια προσευχής και εναρμόνισης με τον Θεό.
Ήταν στιγμή δικαίωσης, ήταν στιγμή πληρωμής, ήταν η στιγμή που επιτέλους ένιωσε
σωστός για όσα έλεγε στους υπόλοιπους εν ζωή. Μακάρι να ήταν εδώ όσοι τον
αμφισβητούσαν για να δουν πόσο υπερήφανος ήταν πλέον και τι καταδίκη περιμένει
τους ίδιους...
Περνώντας στην άλλη
πλευρά, αντίκρισε ένα τοπίο σκοτεινό και γεωλογικά ίδιο με πριν, αλλά το
περίεργο ήταν πως κανένας από αυτούς που έβλεπε πριν να περνούν την πύλη δε βρισκόταν
εδώ! Ήταν τελείως μόνος!
Μπροστά του απλωνόταν
το σκότος και η απόλυτη σιγή. Η πρώτη του ακαριαία αντίδραση ήταν να
προσπαθήσει να βγει πάλι έξω. Προσπαθώντας, όμως, για κάτι τέτοιο, διαπίστωσε
πως δεν μπορούσε να διαπεράσει τη μάζα νερού όπως πριν. Ναι μεν βρισκόταν
μπροστά του, εξέπεμπε πάλι αυτό το ελαφρύ φως και κυμάτιζε, αλλά ήταν σκληρό
σαν τοίχος. Προσπάθησε να το σπάσει με τις γροθιές του, αλλά δίχως αποτέλεσμα.
Ούτε καν επηρέασε τον κυματισμό του.
Τα
συναισθήματα του ήταν πλέον πολύ ανάμικτα. Ένιωθε ακριβώς όπως όταν βρισκόταν
στο φέρετρο. Βέβαια, εδώ είχε την επιλογή να ξεχυθεί και να ψάξει στα σκοτάδια
για κάτι, το οτιδήποτε. Κοιτάζοντας, όμως, όλη αυτήν τη μαυρίλα στον χώρο, τα
συναισθήματα του γίνονταν ακόμη χειρότερα. Του θύμιζε εκείνους τους χειμώνες
που κυβερνούσε τα πλοία στην απέραντη ανοιχτή θάλασσα. Εκεί, όπου παρόλο που είχε
τις συντεταγμένες και τον προορισμό, πάλι ένιωθε γυμνός αντικρίζοντας τον
Ποσειδώνα, με μοναδικό όπλο τις προσευχές του προς τον Θεό. Ύστερα από μια
μεγάλη μάχη με τον εαυτό του, ύστερα από άπειρες προσευχές και αφού έριξε
μερικές γροθιές ακόμη στην υδάτινη πύλη, αποφάσισε να προχωρήσει, έστω και
ψηλαφίζοντας.
Δεν
πέρασε πολύς χρόνος και, εκεί που προχωρούσε σχεδόν μπουσουλώντας σαν σε λήθη,
έπεσε μπροστά σε ένα απόλυτα παγωμένο σιδερένιο αντικείμενο. Θα μπορούσε κανείς
να πει πως ήταν κάγκελα κάθετα τοποθετημένα. Από την αφή ήταν σίγουρος πως ήταν
σκουριασμένα. Σηκώθηκε στηρίζοντας το σώμα του σε αυτά και συνειδητοποίησε πως
σε ύψος δεν ξεπερνούσαν το ένα μέτρο.
Ερεύνησε
μονάχα με το ένα χέρι τι βρισκόταν πίσω από αυτά. Τα δάχτυλά του συνάντησαν μία
απροσδιόριστη στο σκοτάδι επιφάνεια. Χαλαρή στο άγγιγμα, αλλά σκληρή κάτω από
τη μαλλιαρή πρώτη επαφή. Κρύα στις πρώτες της ίνες, αλλά ζεστή πιέζοντάς την,
με καμπύλες που έχαναν ύψος πολύ απότομα. Και όσο περισσότερο προχωρούσε σε
μήκος, τόσο αυτές κέρδιζαν ύψος ξανά φαρδαίνοντας παράλληλα. Και φτάνοντας
μέχρι εκεί που του επέτρεπε το σιδερένιο κατασκεύασμα δίχως να λυγίσει τη μέση
του, άκουσε τον ρυθμό μιας πολύ βαριάς ανάσας που ξεφυσούσε με μεγάλη δυσκολία.
«Με
άφησες...» ακούστηκε μια φωνή, σαν από αρχαία Ελληνική τραγωδία, κάνοντας τον Σβεν
να πιέσει πιο πολύ την επιφάνεια από το ξάφνιασμα. «Μην με αγγίζεις, κάθαρμα!»
συνέχισε πιο άγρια και καθαρά αυτήν τη φορά. Το μαλλιαρό αυτό πράγμα σείστηκε
ολόκληρο άγαρμπα, έτοιμο να γραπώσει τον Σβεν. Εκείνος, όμως, παρόλο που δεν
έβλεπε τίποτε, τινάχθηκε προς τα πίσω ακαριαία αφήνοντας και μια μικρή κραυγή
να του ξεφύγει.
«Τι
είσαι; Φανερώσου!!» σχεδόν διέταξε εκείνος εκπληκτικά ψύχραιμος για την
περίσταση.
«Φανερώσου!» επανέλαβε η φωνή που κάτι του θύμισε τελικά. Και με τη θύμηση, αυτομάτως, σαν κάποιος να πάτησε έναν διακόπτη, ο Σβεν μεταφέρθηκε σε έναν κάτασπρο μονόκλινο θάλαμο νοσηλείας, δίχως ταβάνι. Και το παράδοξο ήταν ότι έβρεχε μανιωδώς. Οι στάλες έκαναν το μοναδικό φως που ερχόταν από ένα μικρό λαμπατέρ πάνω στο ακατάστατο κομοδίνο να τρεμοπαίζει. Δε θα αργούσε να σβήσει από βραχυκύκλωμα, σκέφτηκε. Μπορούσε, όμως, πλέον να δει πως αυτό που εξερευνούσε τόση ώρα ήταν μια πολύ παχιά φλοκάτη που σκέπαζε αυτήν που του μιλούσε. Μα τον πρόσωπό της ήταν θολό. Μόλις, όμως, η θύμηση μετατράπηκε σε ενοχή, εκείνο σχηματίστηκε ξεκάθαρα. Αν και τα χαρακτηριστικά του ήταν απαίσια αλλοιωμένα, λεπτοκαμωμένα και με απόλυτη κρανιακή λεπτομέρεια, ο Σβεν ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για εκείνη. Πανικοβλημένος περιστράφηκε εκατόν ογδόντα μοίρες για τη διαφυγή, αλλά το δωμάτιο είχε μονάχα τέσσερις ατόφιους τοίχους... που συνέβαλαν αλύγιστοι στη συσσώρευση του νερού.
«Πάλι
θες να με αφήσεις...» είπε εκείνη ξεσπώντας σε λυγμούς. Το κλάμα της ήταν
διαπεραστικό, θα μπορούσε να σπάσει ακόμη και αυτούς τους τοίχους. Άλλαζε
τονικότητες και χροιά, άλλοτε ακουγόταν σαν μωρό, άλλοτε σαν άντρας, μετά πάλι
εκείνη, καμιά φορά ακουγόταν σαν σκυλί... Τα
πόδια του Σβεν κατέρρευσαν, κουρνιάζοντάς τον σε εμβρυϊκή στάση. Το νερό στο
πάτωμα, που λίγο ήθελε για να του καλύψει τα ρουθούνια, μύριζε καμένο Υάκινθο.
Ήθελε να πνίξει τον εαυτό του μέσα σε αυτό, να βουτήξει και να αναδυθεί κάπου
αλλού, αλλά γνώριζε πως κάτι τέτοιο εδώ δε γινόταν.
Εκείνη συνέχιζε να
κλαίει πιο σιγανά πλέον, αλλά το ίδιο σπαρακτικά. Και το τρεμόπαιγμα της λάμπας
συνέχιζε... όπως και η βροχή. Ο Σβέν έκλεισε τα μάτια του...
Τι είχα κάνει τότε Θεέ μου; Δεν το ‘θελα.
Όχι, δεν το ‘θελα... Δεν το ‘θελες; Και τότε, γιατί το έκανες; Για να είναι
εκείνη καλύτερα; Ναι! Για να μπορέσει να βρει κάποιον πιο άξιο από εμένα. Εγώ
δεν της ταίριαζα. Δε θα περνούσε καλά με ‘μένα... έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα
να κάνω. Να φύγω μακριά. Το μόνο που παραδέχομαι ως λάθος μου είναι πως δεν την
ειδοποίησα. Αυτό το παραδέχομαι. Μονάχα δεν ειδοποίησες; Έφυγες σαν σε πόλεμο.
Εκείνη σε περίμενε... σε μια από τις πιο δύσκολες, αλλά και ευτυχισμένες
στιγμές της ζωής της. Και δεν έμαθες καν τι έγινε από ‘κει και πέρα. Αν πέθανε
ή εάν όλα πήγαν καλά... ΞΕΡΩ! Μια χαρά πήγαν όλα. Είμαι σίγουρος δηλαδή... με...
με τα τεχνολογικά μέσα που υπάρχουν όλα καλά θα πήγαν. Και εκείνη αργότερα θα
βρήκε έναν σωστό και... ΟΠΩΣ ΒΡΗΚΕΣ ΚΙ ΕΣΥ, Ε; Παραδέξου το! Δεν την ήθελες
εξαρχής! Δεν μπορούσες να φανταστείς καν τη ζωή σου δίπλα της! Σε νευρίαζε κάθε
της φράση, κάθε της χαμόγελό κάθε της λυγμός. Ποτέ δεν της δόθηκες
ολοκληρωτικά. Ποτέ δεν ήσουν ο εαυτός σου απέναντί της. Αλλά εσύ ήθελες να
παίξεις μαζί της. Και εκεί που έπρεπε να αναλάβεις τις ευθύνες σου, εσύ έτρεξες
και έφυγες. ΌΧΙ! ΔΕΝ ΤΟ ΕΚΑΝΑ ΓΙ’ ΑΥΤΟ!... Ή μάλλον... ναι. Αυτός ήταν ο λόγος.
Ήθελα να είμαι ελεύθερος. Ήμουν πολύ μικρός για κάτι τέτοιο. Και... και ήθελα
να είμαι πάντοτε αληθινός. Ποτέ δεν έκανα κάτι που δεν ήθελα. Σωστά. Κάνε ό,τι
θες, αλλά χωρίς να πληγώνεις τους γύρω σου. Δεν πας καλύτερα να της μιλήσεις;
Έχει σταματήσει να κλαίει πλέον...
Ο
εαυτός του τα είχε πει πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε θεό... Άνοιξε τα μάτια
του. Το νερό είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που τον είχε σκεπάσει ολόκληρο. Και
χωρίς να ανασαίνει, πάλι αισθανόταν το καμένο άρωμα Υακίνθου να τον πνίγει. Παρόλο
που ήταν απαίσια εκεί μέσα, δεν ήθελε να βγει από αυτό. Μέχρι που διέκρινε
ακανόνιστους κυματισμούς που σίγουρα δεν προέρχονταν από τη βροχή. Ήταν τα
βήματα εκείνης που κατευθυνόταν προς το μέρος του.
Σηκώθηκε
απότομα. Όχι από φόβο ή τρόμο, αλλά από ντροπή. Δεν ήθελε να τον δει σε αυτήν
την κατάσταση, να τρέμει να την αντικρίσει, βυθισμένο στο νερό με τα δάκρυά της.
«Συγχώρεσέ
με...» είπε ο Σβεν χωρίς να την κοιτάξει καν.
«Δεν
πρόκειται. Δε σου κάνω αυτήν τη χάρη. Με άφησες εκεί πέρα να περιμένω! Σε έναν
τόπο γεμάτο ξένους! Το χρέος σου το πλήρωσαν εκείνοι!» απάντησε πλησιάζοντας
όλο και περισσότερο.
«Φοβήθηκα...
κατάλαβε με».
«Εγώ
σε αγάπησα και εσύ φοβήθηκες;»
«Κι
εγώ σε αγάπησα. Αλλά...»
«Αλλά
τι; ΤΙ;! Δεν ήμουν άξια για εσένα; Δεν ήμουν άξια να φέρω στον κόσμο το παιδί
σου; Και το κατάλαβες αυτό, όταν ήμουν στο μαιευτήριο;». Στα λόγια της βρέθηκε
το κλάμα που επανήλθε με τους ίδιους κραδασμούς να τα συνοδέψει.
Θέλω να την αγκαλιάσω, αλλά γιατί δεν μπορώ;
Μήπως δε θέλω; Μήπως απλά τη λυπάμαι; Μήπως με αηδιάζει αυτό το στενό χωρίς
κρέας πρόσωπο; Αυτά τα λιωμένα μάτια φταίνε;
«Δε φταίνε τα λιωμένα μάτια, Σβεν»
είπε εκείνη ξαφνιάζοντάς τον που διάβασε τη σκέψη του, αλλά προσφέροντάς του
και ανακούφιση που του θύμισε το όνομά του.
«Εγώ
φταίω... το ξέρω» απάντησε εκείνος με χαμηλωμένο βλέμμα.
«Κοίτα
με, σε παρακαλώ, όταν μου μιλάς. Ποτέ δε με κοίταξες στα μάτια. Πάντα λιωμένα
τα έβλεπες. Εσύ φταις γι’ αυτό ξέρεις...».
«Ναι.
Εγώ φταίω... συγνώμη» απολογήθηκε και, με τα λόγια αυτά, την αγκάλιασε. Την
αγκάλιασε ζητώντας λύτρωση; Άφεση αμαρτιών; Εκεί; Σε αυτά τα ξεραμένα στήθη; Σε
αυτήν την καμένη φύση; «Μακάρι να υπήρχε τρόπος να επανορθώσω... μακάρι...». Το
άρωμα Υακίνθου βρήκε τη χαμένη του φρεσκάδα. Η βροχή σταμάτησε και το φως του
δωματίου εξασθενούσε αργά... μέχρι που έσβησε τελείως παίρνοντας μαζί του και
εκείνη, αφήνοντας στον Σβεν μια άδεια αγκαλιά με στάχτη και το σκοτάδι γύρω
του. Ξαφνιασμένος για μία ακόμη φορά, κοίταξε γύρω του να δει τι είχε συμβεί.
Δεν κατάλαβε, αλλά είδε πως πίσω του πλέον υπήρχε πάλι η υδάτινη πύλη.
Κι
όμως, δεν κατευθύνθηκε προς τα ‘κει. Προτίμησε να περιπλανηθεί στον χώρο για να
βρει εκείνη. Μάταιος ο κόπος όμως. Όσο κι αν έψαχνε, ούτε το κρεβάτι βρήκε,
ούτε τα νερά της βροχής, ούτε την αμαρτία του. Είχε καταλάβει πως όλα αυτά ήταν
μια δοκιμασία. Εάν την πέρασε ή όχι δεν κατάλαβε. Και η μοναδική λύση φαινόταν
ολοκάθαρα πλέον. Η πύλη τον περίμενε. Για πού δε γνώριζε, αλλά δε σκόπευε να
μείνει παραπάνω εκεί μέσα. Με απέραντη θλίψη από τη θύμηση των πράξεών του,
προχώρησε εγκαταλείποντας για μια ακόμη φορά τη γυναίκα του...
Βρέθηκε πάλι σε
σπήλαιο, φαινόταν, όμως, ξεκάθαρα το άνοιγμά του στα δέκα μέτρα. Η μόνη διαφορά
με πριν ήταν το πλήθος γύρω του και η μορφολογία του εδάφους. Εξαιρετικά τραχύ,
σε σημείο που έπρεπε να περπατά υπερβολικά σιγά για να μην πονά. Μα λίγο
αργότερα, συνειδητοποίησε και κάτι ακόμα που είχε αλλάξει. Δεν υπήρχε πια η
επιλογή του να αγγίζει ή να αγγίζεται με τη θέλησή του. Σαν να ήταν πλέον
φτιαγμένος από σάρκα και οστά, σαν να μην ήταν πια μια αιθέρια ψυχή, υπόκυπτε
σε κάθε σπρωξιά ή σκούντημα από τον κάθε τυχόντα. Χρειάστηκε αρκετή ώρα, ανάμεσα
σε ένα θλιβερό κουβάρι πλήθους που κοντοστέκεται και τρώγεται με τους ίδιους
του τους κόμπους, μέχρι να φτάσει στο άνοιγμα του σπηλαίου και ουσιαστικά να
μπει στον κόσμο που τον περίμενε. Το Σέρετον.
Βγαίνοντας
στο φως της ημέρας, αν μπορούσε κανείς να πει κάτι τέτοιο για φως από κατακόκκινο
ουρανό, αντίκρισε έναν πραγματικά κρυστάλλινο κόσμο. Κίτρινος σαν το μάτι της
τίγρης και επίπεδος εντελώς, δεν υπήρχε στο ελάχιστο κάποιο άλλο χρώμα στη γη
του. Ούτε πέτρα, ούτε χώμα, ούτε δεντρα, παρά μια ατέλειωτη κρυστάλλινη
πεδιάδα. Φαντάζει όμορφος κόσμος από κίτρινα και κόκκινα χρώματα, αλλά τούτο το
μέρος δεν μπορούσε να προκαλέσει τέτοια συναισθήματα. Υπήρχε στον αέρα η θλίψη
και η έλλειψη κάθε ελπίδας. Ίσως, βέβαια, σε αυτό να έφταιγαν τα συναισθήματα
που είχε από την προηγούμενή του εμπειρία. Ίσως πάλι να έφταιγε πως πουθενά δε
φαινόταν να υπάρχει κάποιο ίχνος πολιτισμού. Απέραντη, επίπεδη έρημος, χωρίς τη
φασαρία της πόλης που όλοι έχουμε συνηθίσει, χωρίς τη βουή του ρεύματος, χωρίς
ανθρώπους που τρέχουν δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να προλάβουν τον χρόνο.
Εδώ, το μόνο ανθρώπινο στοιχείο που υπήρχε ήταν η ομιλία και η όρθια σε μερικούς
από αυτούς στάση. Οι περισσότεροι κάθονταν χάμω, αφού το να μετακινηθούν δεν
απέδιδε πουθενά και, εάν χρειαζόταν για κάποιον δυσνόητο για εδώ λόγο να
περπατήσουν, ήταν, όπως και ο ίδιος είχε διαπιστώσει, αρκετά επίπονο. Στα
συναισθήματα της θλίψης και της ατονίας συνέβαλε σίγουρα και η εικόνα των
διάσπαρτων ανθρώπων, όπου ελάχιστοι από αυτούς βρίσκονταν σε ομάδες να συζητούν
και ακόμη λιγότεροι να προσπαθούν να περπατήσουν. Και το περπάτημά τους από
μακριά ήταν αρκετά αστείο. Αργά αργά βήματα, όχι σαν του μωρού που πέφτει
άτσαλα στις πατούσες του, αλλά με προσοχή και τέχνη χορευτή. Κάθε πάτημα έπρεπε
να είναι άκρως μελετημένο για τις απολαβές του όσο δυνατόν λιγότερου πόνου.
Έτσι, το σκηνικό με όλα αυτά τα ανθρωπάκια που βάδιζαν περίεργα σε ένα νεκρό
τοπίο χωρίς την παραμικρή βλάστηση θύμιζε τον πλανήτη Άρη σε κίτρινη έκδοση.
Τα
μοναδικά στοιχεία που άλλαζαν λίγο την εικόνα ήταν οι, σαν από θειάφι, σποραδικές
λιμνούλες στο μέγεθος προσωπικής πισίνας και μια άλλη κατά πολύ μεγαλύτερη από
τις υπόλοιπες, στα αριστερά του. Κάποιοι
πλατσούριζαν μέσα σε αυτές για να σπάσουν τη μονοτονία τους. Ασυνήθιστο θέαμα
το πλατσούρισμα σε κίτρινα νερά. Σου έδινε την εντύπωση πως ο κολυμβητής θα
μολυνθεί. Το παράξενο, βέβαια, της υπόθεσης ήταν πως όλοι αρκούνταν στις μικρές
αυτές λίμνες, όταν υπήρχε μια πολύ μεγαλύτερη. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο,
δεν υπήρχε κανείς σε αυτήν...
Προσπάθησε να φτάσει
με το μάτι του στο τέλος της, όπου διέκρινε έναν ποταμό να χύνεται σε αυτή. Κίτρινος
και αυτός, υιοθετώντας, όπως και οι λίμνες, το χρώμα του εδάφους, σαν να έφερνε
μαζί του ό,τι απόβλητα μπορούσε να παράγει ένα μεγάλο εργοστάσιο. Τα νερά του κατέληγαν
στη λίμνη εξαιρετικά ήρεμα, δίχως να αφρίζουν, καθώς δεν υπήρχε διαφορά ύψους
στο επίπεδο του εδάφους.
Ο Σβεν θέλησε να δει
και την άλλη πλευρά της λίμνης, αλλά χανόταν μέσα σε μια σπηλιά του βουνού, μερικές
δεκάδες μέτρα αριστερά της στοάς από την οποία βγήκε και ο ίδιος. Το βουνό, που
ήταν παράλληλο με τον ποταμό και που όσο πήγαινε το μάτι σου πήγαινε και τούτο,
ήταν και αυτό κρυστάλλινο και κίτρινο. Διάφανο μέχρι ενός σημείου και με ρωγμές,
νερά μέσα του, ακριβώς όπως τα Κουάρτζ.
Έγειρε
το κεφάλι προς τα πίσω για να δει το ύψος του. Αντίκρισε κάτι που δεν μπορούσε
να χωρέσει ο νους του ανθρώπου. Ενιαίο και κατακόρυφο με καμιά εσοχή ή προεξοχή
για να σκαρφαλώσει κανείς, παρά μονάχα την ίδια τραχιά επιφάνεια που είχε και
το έδαφος. Πραγματικά αδάμαστο, σαν κορμός τριαντάφυλλου.
Χαμηλώνοντας το βλέμμα του, το μάτι του έπιασε κάτι που δεν είχε διακρίνει προηγουμένως. Μέσα στο σπήλαιο που χανόταν η λίμνη, είδε κάποιους να βγαίνουν από τα σκοτάδια κολυμπώντας, να βυθίζονται σε αυτήν και, ύστερα από δέκα περίπου δευτερόλεπτα, να αναδύονται κρατώντας κάτι στα χέρια τους και να χάνονται πάλι εκεί που το μάτι δεν μπορούσε να διακρίνει. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν συνεχώς.
Εκείνος πλησίασε
γεμάτος περιέργεια να δει λίγο καλύτερα τι ακριβώς συνέβαινε. Αυτό που κατάλαβε
ήταν πως κάτι έπαιρναν από τον βυθό και το τοποθετούσαν πάνω σε όμοια του, στο
βάθος του σπηλαίου, αφού πρώτα μελετούσαν το σημείο. Εκεί πρέπει να βρίσκονται
και τα όρια της λίμνης. Και είναι πολύ πιθανόν, το μικρό ποτάμι που είδα
προηγουμένως, πριν φτάσω εδώ, να απορρέει από αυτή. Ναι, αυτό πρέπει να
είναι... ήταν ποταμός παλαιότερα και, για κάποιον λόγο, τούτοι εδώ οι τύποι τον
σταμάτησαν. Ποιος ξέρει, όμως, για ποιον λόγο; Μήπως θέλουν να δημιουργήσουν
μια γιγαντιαία λίμνη για να χωρά περισσότερος κόσμος; Μήπως είναι κάποιου
είδους ενέργεια απαραίτητη για εμάς εδώ πέρα; Έχουν και εδώ πρόβλημα ενέργειας;
«Ει! Εσύ! Τι κοιτάς
σαν βλαμμένος;» είπε ένας από αυτούς. Είχε χαθεί στις σκέψεις του ο Σβεν και
δεν κατάλαβε πως τον κοιτούσαν.
«Τίποτε... απλά
χάζευα...»
«Ωραία. Δίνε του
λοιπόν!»
«Τι ακριβώς είναι
εδώ; Πού βρισκόμαστε; Μόλις ήρθα και...»
«Έχω βαρεθεί να λέω
στον κάθε ηλίθιο και δεν πρόκειται να πω σε κάποιον που φαίνεται πιο ηλίθιος
ακόμη! Τράβα αλλού και ρώτα! Φύγε από εδώ!»
Ένιωσε σαν μικρό
παιδί από τα λόγια που άκουσε. Το να είσαι ανεπιθύμητος σε έναν κόσμο εξίσου
ανεπιθύμητο, δημιουργεί τρομακτικές εσωτερικές κρούσεις. Άντε πνίξου,
παλιομαλάκα...! Εσένα έτσι σου φέρθηκαν όταν πέθανες; Τράβα αλλού και ρώτα...
τράβα αλλού και ρώτα. Αυτό θα κάνω. Δεν έχω την ανάγκη σου, παλιομαλάκα!
Μαλάκα... έτσι σου μίλησαν εσένα όταν πρωτομπήκες; Όταν είχες πεθάνει; Δε σκέφτεσαι
καθόλου; Είμαι χαμένος και με διώχνεις; Ηλίθιε! Σκουλήκι! Παντού υπάρχουν
ηλίθιοι... ακόμη και μετά τον θάνατο... δε διορθώνονται... ηλίθιοι.
Αναστέναξε και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν
τα αγκάθια του εδάφους, προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό του τις υποτονικές
σκέψεις. Μάταια όμως... ούτε ο πόνος δεν τις έδιωξε...
Τράβα αλλού και
ρώτα... Μα ποιον να ρωτήσω εδώ πέρα; Όλοι φαίνονται να είναι ίδιοι με εκείνον.
Κοίτα πως ζούνε... ζούνε. Αυτό είναι που περιμένουν όλοι; Αυτήν τη σαπίλα; Η
απραξία σε όλο της το μεγαλείο... ακόμη και οι μαστούρηδες στο Μάρμπεργκ είναι
πιο έντονοι... Κοίτα πως κάθονται... σαν μαϊμούδες... έχουν γίνει ένα με τη
μιζέρια τους και περιμένουν το τίποτε. Τίποτε δεν περιμένουν. Τίποτε δε φαίνεται
να αλλάζει, τίποτε δε φαίνεται να δρα, τίποτε στο τίποτε...
Θεέ μου...
Θεέ
μου, μάλλον δε με δέχθηκες στο βασίλειο σου. Με άφησες ανάμεσα σε λύκους και
κοράκια να περιπλανιέμαι. Δε σε ένοιαξε που ήμουν πάντοτε πιστός... δε σε
ένοιαξε που τους σταυρούς φιλούσα... τα μάτια μου είχαν δακρύσει πολλές φορές
μπρος σου, θυμάσαι; Έφταιξα, αλλά μετάνιωσα, στο πλάι σου μεγάλωσα, θυμάσαι;
Με θυμάσαι;
Έρπαιον, χαμόσυρμα βρέθηκα στον
πρώτο Σου ναό,
καταπάτι στα βλέμματά μας
συναντιόμουν,
ας ήμουν έστω ένας αμνός
προσευχόμουν
κι όχι κακόηχος σε καμπάνων Σου
κραδασμό.
Στον κήπο του
εκούρνιαξα με όση ευλάβεια είχε μείνει,
η σκιά του ναού Σου
βάραινε, σαν τη χρυσή εκείνη βέρα,
Αδάμ με γνώση ένιωθα,
με φύλλο αστραφτερό, καδένα,
και σα σκουσμάρι
έλιωσα, βρωμιά, μέσα στην ίλη.
Μα μια γριά, με
κάτανθα μαλλιά, το χώμα σαν ψηλάφισε,
ένιωσε την
καταϊδρωμένη μου παράφωνη νότα.
«Μην Τον φοβάσαι, μέσα
βρίσκεται, τράβα και ρώτα»
και σαν τη μάνα μου,
που μ’ άφησε, έγνεψα και μάκρισε.
Μέγα πόνο και
αμάρτημα έσυρα προς τα ‘σένα,
κι ας μην το έφερες στις
εντολές Σου,
σαν φίδι μέσα μου που
έπινε αντί για ‘μένα τις βροχές Σου,
το ένιωσα και σ’ το
‘φερα να τραγουδήσει για την Εύα.
Μονάχα εσύ κι εγώ γνωρίζαμε... θυμάσαι;
Βράδια και μέρες σε εκλιπαρούσα...
θυμάσαι;
Στην όγδοη ημέρα πάντοτε πισωπατούσα...
θυμάσαι;
Για αμαρτία μεγαλύτερη ψιθυρίζαμε...
θυμάσαι;
Τη
μέρα που με αγκάλιασες με το κατάκριμα,
τότε που μύρια μου άνοιξε η Παναγία
τους κρίνους,
τότε που φως με κατάκλυσε με χίλιους
ύμνους,
σε ξύλο άκοπο τη μορφή Σου σκάλισα.
Και φεύγοντας,
δοξάζοντας το όνομά Σου πρώτα,
κι αφήνοντας τους
κήπους Σου, με αρώματα ανθών Σου,
εκείνη
η γριά με αντάμωσε, σαν αγγελιοφόρο θρος Σου.
«Το ξύλο που
εμόρφεψες, είν’ του Παραδείσου η πόρτα».
Και στην όγδοη μέρα
προχώρησα και τη φωνή Σου βρήκα,
και πάντα ήλιο
έβλεπα, μάραμα έρεβος ποτέ,
το άρμα σου επρόσμενα
μ’ αγγέλους και σάλπιγγες βροντές,
δεσμά αιώνια να
σπάσουν, απ’ το βαρύ μου μνήμα.
Αλλά
γελάστηκα... και άρμα δεν εφάνη, μόνος σύρθηκα ξανά.
Γελάστηκα...
και ο ήλιος με έκαιγε, τα πόδια δε με βάσταξαν.
Αλλά
γελάστηκα... ύαινες και δράκοι με κατάχτησαν.
Γελάστηκα...
και τώρα, στεφάνι αγκάθινο ο καθένας μας φορά.
Δεν κατηγορώ Εσέ, Ω Παντοδύναμε Θεέ,
ας ήμασταν όλοι άξιοι να μας φίλευες,
ας σε δεχόμασταν, όταν τυφλά μας γύρευες,
στο σκότος, όμοιο με τούτο που βρέθηκα, χωρίς
να θες.
Δεν
κατηγορώ Εσέ, Ω μεγαλοδύναμε Θεέ,
τη
φωτιά των αμνών σου, εσύ κρίνεις και δικάζεις.
Μα
και πάλι, ίσως για το ρόλο τούτο άλλος να σε έχει ράψει,
κρυφά
απ’ την Παναγιά, σ’ εκείνον να ωρύεσαι για όσα φταις.
Με
θυμάσαι; Όχι; Δεν πειράζει Θεέ μου, ας σ’ είχα πρώτα.
Τα
πόδια μου πονούν ξανά... η μνεία μου σε χαιρετά.
Όχι, όμως, και ‘κείνη τη μάκω, τη γριά με τα
κάτανθα μαλλιά,
πού ‘πρεπε να μου ‘χε πει «Τράβα αλλού και
ρώτα».
Ξέρετε πως είναι να θες
να σωριαστείς χάμω; Να παρατάς προδομένος κάθε μικρή ίνα που σε ενώνει με την
ουσία σου; Παραπάτησε και αγκαλιάστηκε άτσαλα από τα δόντια ενός καινούργιου
θεού. Έλα, νιώσε με του έλεγε... Και θα καθόταν εκεί, κουρνιασμένος για πάντα
ίσως, ξαπλωμένος στο δύσμορφο σεντόνι της αφιλόξενης αυτής πλάσης, εάν δεν
έσπαγε μια φωνή τα νωχελικά μουρμουρητά τριγύρω του.
«Έρχεται!»
φώναξε ουρλιάζοντας κάποιος από το πλήθος και όλοι γύρω του ταράχθηκαν προσπαθώντας
όπως όπως να τρέξουν προς τυχαίες κατευθύνσεις. Ο Σβέν γύρισε το κεφάλι του να
δει τι συνέβαινε, μα το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν μια σκιερή μορφή με φτερά,
τρία μέτρα πάνω από το έδαφος, που διέλυε και ρουφούσε όποια ψυχή βρισκόταν στο
πέρασμα της. Την επόμενη στιγμή, ήταν ο ίδιος που πρόσφερε άθελά του την ψυχή
του ως τροφή για το αλλόκοτο αυτό πλάσμα...
|
Για να κατεβάσετε το βιβλίο "Το δεντρο του Άραϋ" σε pdf και να το διαβάσετε σε κάποιο smart phone ή tablet, πατήστε εδώ .
Αποκλειστικά στα Public! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου