Για να κατεβάσετε το βιβλίο "Το δεντρο του Άραϋ" σε pdf και να το διαβάσετε σε κάποιο smart phone ή tablet, πατήστε εδώ .
Αποκλειστικά στα Public! |
Το δεντρο του Άραϋ - Βιβλίο Β: Πίστη
Κι ο θάνατος το τέλος δεν είναι!
Βρισκόμαστε πολύ κοντά στην έκδοση του Β' βιβλίου!
Πάρτε μια μικρή γεύση διαβάζοντας τον πρόλογο!
Πεθάναμε;
Όλα είχαν αλλάξει τριγύρω για τη Μαρία, τον Ηλία και τον Νίκο από τη στιγμή που πέρασαν μέσα από την πέτρινη πύλη στο κτήμα του Γερουλάνου εκείνη τη βραδιά. Τίποτε δεν στεκόταν πλέον πάνω στην ύλη, τίποτε δεν οριζόταν από αυτή, μα μόνο από τον βλαστό μιας άγνωστης μήτρας γαντζώνονταν για να αποκτήσει η κάθε οντότητα μια στοιχειώδη μορφή. Ο λόφος, τα κυπαρίσσια, η πανσέληνος, που προηγουμένως έθεταν το σκηνικό, τώρα δεν έμοιαζαν παρά με άσκοπες ιδέες που μόλις πλάθονταν από τις ρυτιδιασμένες παλάμες αυτής της μήτρας.
Είχαν πεθάνει;
Δεν μπορούσαν να γνωρίζουν και τίποτε δεν θύμιζε το γνώριμο Βίλβετ, τη χώρα των ψυχών. Τα πάντα ήταν προς το παρόν απροσδιόριστα, σκοτεινά και θολά, όπως φαντάζει ο θάνατος στα περισσότερα ανθρώπινα μυαλά, γεμάτα με άστοχες μόνο εικασίες για το άγνωστο, να το κοιτούν ως ένα σύμπαν άρρωστο κι ανάρμοστο.
Όχι όμως, ο θάνατος δεν είναι έτσι. Και οι τρεις αυτοί άνθρωποι, οι τρεις αυτές ψυχές το γνώριζαν αυτό, το είχαν ζήσει ξανά. Γνώριζαν πως το Βίλβετ ήταν το ζευγάρωμα των πιο όμορφων ρεμβασμών όλων των ποιητών του κόσμου και πως αυτός ήταν ο προορισμός τους. Για εκεί ξεκίνησαν, και εκεί έπρεπε να καταλήξουν. Εκεί που η ύλη και το πνεύμα είναι ένα.
Το τοπίο φωτίστηκε όταν τρεις φωνές, απόλυτα συγχρονισμένες, ταξίδεψαν από την ανυπαρξία προς το μέρος τους: «Ποιοι είστε;»
~.~
Το άλσος στην οδό Μεσσήνης, στο Άνω Καλαμάκι, κουβαλούσε μια ασήκωτη θλίψη σήμερα για τον πατέρα της Μαρίας Αγγέλου, τον Στέφανο Αγγέλου, ο οποίος έκοβε βόλτες ανάμεσα στα πεύκα και τα ελάχιστα κυπαρίσσια. Οι αέρηδες του Γενάρη, που είχαν φουσκώσει και ήταν ικανοί να τρυπώσουν ακόμη και μέσα από το παλτό του, ζωντάνευαν το άλσος με μια απόκοσμη και μίζερη για τον ίδιο χροιά. Θαρρούσες πως τα δέντρα θα σου μιλούσαν πάνω στον χορό τους και πως θα άρπαζαν και θα κατέβαζαν τα σύννεφα προς το μέρος σου, έτσι όπως έτειναν σαν σε επίκληση τα κλαδιά τους προς τον αράθυμο ουρανό.
Ο ίδιος όμως δεν ήταν ικανός να αισθανθεί αυτήν τη θελκτική γιορτή. Η αναζήτησή του είχε άλλους σκοπούς, άλλη ήταν η επιθυμία του: Να δει ξανά την χαμένη του κόρη, να κάθεται ανέμελη σε κάποιο από τα παγκάκια, όπως συνήθιζε λίγους μήνες πριν. Μια επιθυμία που όσο και να ήθελε να πραγματοποιηθεί, βαθιά μέσα του φοβόταν πως δεν θα εκπληρωνόταν. Κι ας κοιτούσε το κάθε τι στο άλσος που θα μπορούσε να έδινε έστω και ένα στοιχείο για την εξαφάνισή της. Τίποτε όμως. Ο κακομοίρης, έψαχνε σε λάθος τόπο… και διάσταση.
Οι ελπίδες του όμως ζωντάνεψαν όταν ανάμεσα στα πεύκα είδε μια γνώριμη φιγούρα να ανεβαίνει το μονοπάτι προς την πέτρινη πλατεία του άλσους. Πρέπει να ήταν ο Γιώργος, ο φίλος της κόρης του. Δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, τον είχε δει όμως μια δυο φορές μαζί με τη Μαρία, όταν καμιά φορά την έφερνε ή την έπαιρνε από το σπίτι. Ναι, αυτός πρέπει να ήταν. Και τον έψαχνε τόσο καιρό. Εάν γνώριζε πού έμενε, εάν δεν γνώριζε μόνο το μικρό του όνομα, θα του είχε στείλε την αστυνομία να μιλήσει μαζί του. Σίγουρα γνώριζε κάτι για τη Μαρία.
Αμέσως άλλαξε κατεύθυνση και φρόντισε να συναντηθούν οι πορείες τους.
«Καλημέρα», τον χαιρέτησε μόλις τον πλησίασε. Αυτός ξαφνιάστηκε, δεν τον είχε παρατηρήσει. «Ο Γιώργος δεν είσαι;» τον ρώτησε.
«Ναι, εσείς ποιος είστε;» ρώτησε παραξενεμένος τον μεσήλικο γκριζομάλλη άντρα.
«Είμαι ο πατέρας της Μαρίας, Στέφανο με λένε». Εκείνος δεν απάντησε, παρά ένιωσε αμήχανα. Γρήγορα όμως βρήκε τα λογικά του, γνώριζε πως κάποια στιγμή θα συναντούσε αυτόν ή τη μητέρα της Μαρίας, και πως θα ήθελαν να μάθουν οτιδήποτε είχε να κάνει με την εξαφάνισή της. Έτσι, ξεστόμισε την πρώτη ερώτηση που είχε σχεδιάσει για την περίσταση.
«Έχει πάθει κάτι; Το τηλέφωνό της είναι νεκρό, στο σπίτι σας όσες φορές και να έχω έρθει δεν ανοίγει κανείς. Τι έχει συμβεί; Είναι καλά;», προσποιήθηκε με όση ανησυχία μπορούσε να βάλει στη φωνή του.
«Ήλπιζα πως θα μου απαντούσες εσύ σε όλα αυτά» απάντησε φανερά απογοητευμένος, αν και εν μέρει προσποιούταν κι αυτός. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τον καλοπιάσει και να τον φέρει στο σημείο να του εμπιστευτεί κάτι, εάν δεν κατάφερνε να εντοπίσει μια αντίφαση στα λόγια του.
«Γιατί; Τι έχει συμβεί;»
«Την έχουμε χάσει, εδώ και τρεις μήνες περίπου. Δεν έχουμε κανένα της νέο, δεν άφησε τίποτε πίσω της. Βγήκε για μια βόλτα με κάτι φίλες της από τη σχολή που ούτε τις γνωρίζουμε, και από τότε δεν επέστρεψε. Μήπως ξέρεις εσύ ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές οι φίλες της;»
«Δεν έχω ιδέα… Μα πώς χάθηκε; Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να μην σας είπε πού θα πήγαινε. Ρωτήσατε στο μαγαζί που πήγε;»
«Ρωτήσαμε παντού, και εμείς, και η αστυνομία. Δεν μας έδωσαν κάποιο στοιχείο και δεν ξέρουμε και πολλά για εκείνο το βράδυ…» είπε κομπιάζοντας. «Έχουν περάσει τρεις μήνες και τίποτε… κι η τελευταία μου ελπίδα ήσουν εσύ. Σε ψάχνω καιρό τώρα, μήπως και γνώριζες κάτι.»
«Πραγματικά, δεν είχα ιδέα! Πίστευα πως με απέφευγε, γιατί… είχαμε κάποιες καταστάσεις όχι τόσο ευχάριστες μεταξύ μας. Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει… και πριν λίγες μέρες είχα περάσει πάλι από το σπίτι σας για να την βρω» είπε και άρχισε να κόβει κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Έπαιζε καλά τον ρόλο του.
«Τι ώρα πέρασες από το σπίτι;»
«Πρωινή ώρα, δεν θυμάμαι ακριβώς…» απάντησε, γνωρίζοντας πως ο πατέρας της δούλευε τις πρωινές ώρες, και πως η μητέρα της δεν θα του άνοιγε σε καμία περίπτωση. Ήταν που ήταν παρμένη, την χτύπησαν στο κεφάλι και όλα όσα συνέβησαν και πλέον βρισκόταν σε μια σχεδόν παρανοϊκή κατάσταση.
«Είσαι σίγουρος για αυτά που μου λες;». Η καχυποψία του ήταν εμφανής και το πρόσωπό του σκοτείνιασε λίγο.
«Φυσικά! Γιατί να μην είμαι;»
«Γιατί γνωρίζω πως τη νύχτα που χάθηκε συναντηθήκατε. Μου είπαν πως τελευταία φορά την είδαν στο πάρκο πίσω από την οδό Ιωνίας να συζητά με κάποιον που μοιάζει στην περιγραφή σου. Μακριά καστανά μαλλιά, μου είπαν πολύ χαρακτηριστικά…»
Τα έχασε στα λόγια του, δεν είχε σκεφτεί την περίπτωση να τους έχουν δει μαζί εκείνο το απόγευμα. Και το χειρότερο από όλα ήταν πως δεν μπόρεσε να κρύψει το ξάφνιασμά του, και ο πατέρας της Μαρίας ήταν έτοιμος να αρπάξει αυτήν την ευκαιρία και να τον στριμώξει στη γωνία. «Τι έπαθες;» τον ρώτησε για να τον πιέσει λίγο περισσότερο. Φαινόταν να είχε καταπιεί όχι μόνο τη γλώσσα του, αλλά και το σαγόνι ολόκληρο. Και εάν ήταν δυνατόν, θα κατάπινε όλο του τον εαυτό, να χανόταν από τα μάτια του πατέρας της.
«Αυτός…» είπε τελικά ο Γιώργος κομπιάζοντας δήθεν, κάνοντας μια μεγάλη προσπάθεια να αλλάξει με φυσιολογικό και δικαιολογημένο τρόπο την έκφρασή του, για το ψέμα που θα ακολουθούσε, «αυτός που πιστεύετε πως εγώ ήμουν ήταν ο λόγος που χωρίσαμε με τη Μαρία… Κάποια στιγμή μπήκε ένας άνθρωπος στη μέση της σχέσης μας… αν μπορεί κανείς να πει σχέση αυτό που είχαμε. Όπως και να έχει… δεν ήμουν εγώ. Ήταν ένα άλλο παλικάρι…». Με έντονες κινήσεις άναψε ένα τσιγάρο, ενώ ο πατέρας της έσκυψε το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε να εντοπίσει την αλήθεια στο έδαφος. Τελικά, αποφάσισε να ξεκινήσει τον διάλογο από την αρχή και σε άλλη βάση.
«Κοίτα… φαντάζομαι πως γνωρίζεις το… συμβάν και όλα όσα της είχαν συμβεί τον περασμένο χρόνο, αφού είσαι ό,τι κοντινότερο είχε σε αυτό το διάστημα». Σε εκείνο το σημείο δεν μπόρεσε να το αρνηθεί ο Γιώργος. Το πενθήμερο ταξίδι στον θάνατο και η νεκρανάσταση της Μαρίας ήταν κάτι που σε κάθε περίπτωση θα γνώριζε. «Φοβάμαι πως όλα αυτά της άφησαν κάτι μέσα της, φαινόταν αυτό πάνω της. Και… χανόταν και παλιότερα για δυο τρεις μέρες, για να έρθει σε επαφή με τη φύση, μας έλεγε. Και δεν είχαμε πρόβλημα με αυτό, καταλαβαίναμε σαν γονείς…» εξήγησε με παύση όμως, γιατί όλη η κατανόηση πήγαζε από την δικιά του τη πλευρά μόνο και όχι και από της μητέρας της. «Αλλά αυτό που φοβάμαι τώρα είναι να μην έχει κάνει καμιά τρέλα…». Στα τελευταία του λόγια άρχισε να λυγίζει η φωνή του σαν κάτι να ήθελε να αποβάλει καθώς ζέσταινε τα χέρια του με την ανάσα του. «Μου είχε πει κάποια πραγματάκια πλαγίως, αλλά όχι κάτι συγκεκριμένο. Μα υποψιάζομαι πως αγάπησε πολύ όλα όσα συνάντησε εκεί τότε. Τόσο, που δεν τη χώρεσε ούτε το ίδιο της το σπίτι.»
Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, σκέφτηκε ο Γιώργος… Ο πατέρας της γύρισε την πλάτη στον Γιώργο, ατένισε προς τον Υμηττό, και φάνηκε πως δάκρυα θα σκούπιζε. Πόσο τον λυπόταν τώρα… Αλλά να του έλεγε την αλήθεια, δεν θα το έκανε ποτέ, ήταν εξωπραγματική. Το πιθανότερο θα ήταν να μην τον πίστευε εξάλλου. Ο πατέρας της γύρισε ξανά προς τον Γιώργο.
«Έχω κάνει τα πάντα, η αστυνομία ασχολήθηκε, αλλά δεν βρήκε τίποτε. Είσαι η μόνη μου ελπίδα να τη βρω ξανά. Γι αυτό… εάν γνωρίζεις κάτι, πες το μου, σε παρακαλώ.»
«Κύριε Στέφανε, σας καταλαβαίνω, αλλά εσείς γνωρίζετε περισσότερα από μένα. Η Μαρία ήταν λίγο αλλόκοτη, αλλά δεν ανοιγόταν πλήρως σε κανέναν. Δεν μου έχει πει κάτι, δεν ξέρω πού βρίσκεται. Και όσο πονάτε εσείς, να ξέρετε πως εγώ πονάω περισσότερο…»
«Το ξέρω… Θα μου κάνεις τη χάρη, εάν μάθεις κάτι, να μου το πεις αμέσως;»
Αντάλλαξαν τους τηλεφωνικούς τους αριθμούς – δεν μπόρεσε να το αποφύγει ο Γιώργος αυτό – και έδωσε στον πατέρα της να καταλάβει πως θα ερευνούσε όπως μπορούσε το ζήτημα άμεσα. Ύστερα, δεν είχαν να πουν κάτι περισσότερο κι ο πατέρας της έφυγε, ενώ ο Γιώργος κοντοστάθηκε να κοιτάζει τη φιγούρα του, όπως κάποτε χάζευε τη Μαρία όταν θα επέστρεφε σπίτι της… Του έλειπε απίστευτα πολύ. Γι’ αυτό και είχε έρθει εδώ σήμερα, είχε ανάγκη να μιλήσει στο περιβάλλον που τους ένωσε στη ζωή και τον θάνατο. Κι άνεμος σήμερα… είχε κάτι από τη φύση της, τον χαρακτήρα της. Άστατος και ελεύθερος, κατάμαυρος σαν τα μαλλιά της. Κίνησε προς το παγκάκι που συνήθως κάθονταν όταν συναντιόντουσαν… στο παγκάκι που την είχε ερωτευτεί, στο παγκάκι που είχαν φιληθεί για πρώτη φορά, στο παγκάκι που του είχε αποκαλύψει τα σχέδια της, τον τόπο, ή μάλλον τα πεδία που βρίσκεται τώρα.
«Ε, ρε, τον καημένο τον κυρ’ Στέφανο», μονολόγησε. Είχε κάθε δικαίωμα να γνωρίζει, αλλά η Μαρία δεν θα το ήθελε. Αφού δεν τους είχε πει η ίδια, ο ίδιος δεν έπρεπε να αποκαλύψει τίποτε. Και τι να τους έλεγε άλλωστε;
Πως αφότου η Μαρία πέθανε και αναστήθηκε, ενάμιση χρόνο πριν περίπου, είχε επαφή με τον κόσμο των νεκρών; Πως την καλούσαν διαρκώς οι ψυχές του Βίλβετ, αυτήν και δύο επίσης νεκραναστηθέντες ακόμη, για να σώσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα των ψυχών; Να σώσει την ίδια τη μήτρα των ψυχών; Να του φανέρωνε πως αποφάσισε να επιστρέψει σε εκείνα τα πεδία, εκείνο το ατέλειωτο για τον Γιώργο βράδυ, μέσω του μυστήριου κτήματος που βρίσκεται μισό χιλιόμετρο πιο κάτω από τούτο το άλσος;
Να του έλεγε πως, πλέον, στα όνειρά που την έβλεπε, την έβλεπε ως μια νεκρή ψυχή να κρέμεται από τα κλαδιά του δέντρου του Άραϋ, και πως η πνευματική κοινότητα όλου του κόσμου έχει θορυβηθεί από όλα όσα συμβαίνουν στα ανώτερα πεδία;
Να του έλεγε πως σχεδίαζε κι ο ίδιος να πάει να την βρει;
|
Για να κατεβάσετε το βιβλίο "Το δεντρο του Άραϋ" σε pdf και να το διαβάσετε σε κάποιο smart phone ή tablet, πατήστε εδώ .
Αποκλειστικά στα Public! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου